Ανεβαίνοντας ψηλά πάνω στις κορυφές των Μετεωρίτικων βράχων νιώθεις την ανάσα σου να κόβεται και το βλέμμα να χάνεται μέσα στην επιβλητική ομορφιά αυτού του μοναδικού τοπίου.
Όλες οι αισθήσεις ακροβατούν κι αυτές πέτρα στην πέτρα προσπαθώντας να φτάσουν ψηλότερα και να ψηλαφήσουν λίγη από την αρμονία και την σοφία που έδωσαν μορφή και υπόσταση σε τούτους τους γίγαντες. Μεταξύ ουρανού και γης, αιώνες ολάκαιρους το χέρι του Θεού κι ο Λόγος δούλεψαν με την λάσπη, τις πέτρες, την άμμο, το νερό, τα βουνά και μέσα από τη θάλασσα και την άβυσσο ανύψωσαν και στερέωσαν μια μάζα άμορφων βράχων. Μέρες και νύχτες πέρασαν κι ο ήλιος, κι η βροχή, κι ο αέρας, και το χιόνι έλιωσαν όσα δεν στέριωσαν, αφήνοντας όρθιες μονάχα εκείνες τις αγέρωχες πέτρες που δεν υπέκυψαν στο άγγιγμα του χρόνου.
Πολλοί καιροί και μέρες παρήλθαν γρήγορα κι ο άνθρωπος πρώτος απ όλα τα δημιουργήματα, θαύμασε όσα ο Θεός είχε γι αυτόν ετοιμάσει. Κι οι άνθρωποι πάνω στους βράχους ένιωσαν τη Θεϊκή παρουσία μέσα τους, την ηρεμία και την πληρότητα που το τοπίο γέννησε στην καρδιά τους. Σκαρφάλωσαν στους ψηλότερους στύλους των Μετεώρων και πάνω στις πέτρες της γης στερέωσαν γερά την ουράνια πίστη τους στα μοναστήρια και τις σκήτες που με κόπους και ιδρώτα πολύ οικοδόμησαν. Οι Άγιοι Πατέρες πάτησαν πάνω στις ψηλές κορυφές των Μετεώρων αλλά δεν σταμάτησαν εκεί. Με ένα άλμα της ψυχής συνέχισαν την αέναη πνευματική τους πορεία, σκαρφαλώνοντας αυτήν την φορά απάτητες εσωτερικές κορυφές, για να φτάσουν και ν’ αγγίξουν λίγη απ’ την Ουράνια Τελειότητα. Αιωρούμενος τώρα μεταξύ ουρανού και γης, ο ατελής άνθρωπος μεταμορφώθηκε σε ασκητή της Αρετής. Έγινε αιώνιος εραστής της Θείας Αγάπης και της εγκράτειας και μέσα από την πίστη του κατέστησε τον εαυτό του ακτινοβόλα ύπαρξη Ζωής και εκφραστή της ουράνιας τελειότητας κάτω στη γη.
Γεννήθηκα στα Μετέωρα και μεγάλωσα συνηθίζοντας να παίζω κάτω από την σκιά και το άγρυπνο βλέμμα αυτών των θεόρατων βράχων. Σκαρφάλωσα τις πέτρες, άκουσα την ηχώ τους, έμαθα τα ονόματα και τις ιστορίες, όπως και τόσα άλλα παιδιά που παίξανε στα ίδια χώματα πριν από μένα. Τα καλοκαίρια θυμάμαι πως φεύγαμε νωρίς το πρωί και παίρναμε σβάρνα τα μονοπάτια εξερευνώντας τις σπηλιές και τις σκήτες μέχρι αργά το βράδυ. Ανεβαίναμε από την πόλη της Καλαμπάκας, πότε σκαρφαλώνοντας και πότε έρποντας ανάμεσα στα πυκνά βάτα για να φτάσουμε στον Μπάντοβα και τις σκήτες του. Την εποχή εκείνη οι σκήτες και τα ξωκλήσια των Μετεώρων ήταν ακόμα ανοιχτά για να μπαίνουν ελεύθερα όσοι ήθελαν να ανάψουν ένα κεράκι και να κάνουν το σταυρό τους. Εκεί στον Μπάντοβα και τη σκήτη του Αγίου Νικολάου που ήταν χτισμένη μέσα σε μια πελώρια κοιλότητα του βράχου είχαμε το δικό μας προσωπικό φρούριο. Στα σκαλιά της εισόδου της σκήτης δόθηκαν επικές μάχες με ιππότες, πειρατές και δράκους. Κι οι πολλές ιστορίες που πλέξαμε με την φαντασία μας δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν με όσα γράφονται μέσα στα βιβλία της ιστορίας και των παραμυθιών.
Υπήρχαν μέρες που ανηφορίζαμε προς την Αγία Τριάδα, ενώ κάποιες άλλες φορές τολμούσαμε και διασχίζαμε όλο το Καστράκι φτάνοντας στην άλλη άκρη του χωριού μέχρι την δρακοσπηλιά, κάτω από το μοναστήρι του Βαρλαάμ. Η γιαγιά μου είχε διηγηθεί πολλές φορές την ιστορία με τον φοβερό δράκο που ζούσε εκεί και για τον μοναχό από το μοναστήρι που θυσιάστηκε για να σώσει το χωριό. Βλέπαμε τους ογκόλιθους που είχαν καταρρεύσει από την οροφή μέσα στην σπηλιά και που σύμφωνα με την παράδοση είχαν πλακώσει τον δράκο και φανταζόμασταν πως τα κόκκαλά του πρέπει να βρίσκονται ακόμα εκεί, θαμμένα κάτω από τα πελώρια βράχια.
Ένα ζεστό απόγευμα καλοκαιριού, μέσα στο σκιερό μονοπάτι που κατεβαίνει από τα μοναστήρια του Μεγάλου Μετεώρου και του Βαρλαάμ, είχα βρει μισοθαμμένο στο χώμα και τα χόρτα ένα παλιό σκουριασμένο γερμανικό κράνος. Το πήρα στα χέρια μου και όταν συνειδητοποίησα τί ήταν, στο παιδικό μυαλό μου αμέσως ζωντάνεψαν οι ιστορίες των μεγάλων για τους αντάρτες και τις σκληρές μάχες που έδωσαν με τους κατακτητές για την ελευθερία της πατρίδας. Θέλησα να το πάρω μαζί μου, αλλά το πολεμικό τρόπαιο που είχα βρει παραήταν βαρύ για τα χέρια μου. Άλλωστε κι ο δρόμος της επιστροφής για το σπίτι φάνταζε μακρύς και δύσκολος για να το κουβαλήσω μέχρις εκεί. Έτσι μετά από κάποια διστακτικά βήματα το εναπόθεσα ξανά με προσοχή στην άκρη και συνέχισα βιαστικά να προφτάσω τα άλλα παιδιά. Αν και το γερμανικό κράνος ήταν φτιαγμένο από σίδερο, ο χρόνος κι η σκουριά θα το έλιωναν κι αυτό μαζί με τις πέτρες.
Κάθε γιορτή του Αγίου Πνεύματος αρχές Καλοκαιριού, η γιαγιά μου με έπαιρνε μαζί της για μια υπέροχη περιπέτεια. Το βράδυ κοιμόμουν στο σπίτι της για να με ξυπνήσει χαράματα και να ανεβούμε μαζί με όλο το υπόλοιπο χωριό και τον παπά για να λειτουργήσουμε στη μικρή σκήτη του Αγίου Πνεύματος, η οποία βρίσκεται πάνω στον ομώνυμο βράχο. Ανεβαίναμε το στενό και δύσκολο ανηφορικό μονοπάτι, γαντζωμένοι κυριολεκτικά μέσα σε μια σχισμή στον βράχο. Πηγαίναμε ο ένας πίσω από τον άλλο στον ρυθμό που έδινε πάντα ο μπροστινός αφού χώρος για προσπεράσματα δεν υπήρχε. Ήταν από εκείνες τις λίγες φορές που σκαρφάλωνα τους βράχους ξέγνοιαστος από το φόβο να μην το μάθει η μάνα μου. Κι όταν κόντευε το Πάσχα, τα Μετέωρα γέμιζαν με κάθε λογής λουλούδια και οι πλαγιές βάφονταν με τα εντονότερα χρώματα. Όλα στην φύση έμοιαζαν να προετοιμάζονται για το Θείο δράμα, τη σταύρωση και την γιορτή της Ανάστασης, το αέναο πέρασμα από το θάνατο στη Ζωή. Οι λειτουργίες στα μοναστήρια είτε το Πάσχα, είτε τις Κυριακές είχαν πάντα μια πιο μυστηριακή και κατανυκτική ατμόσφαιρα από ότι οι εκκλησίες της πόλης. Πολλές φορές ως παιδί, παρακολουθώντας τη λειτουργία στα μοναστήρια μου φαινόταν πως ζωντάνευαν οι προσευχές όλων των Αγίων απ’ όλους τους αιώνες και ενώνονταν με τις δικές μας. Η Μετεωρίτικη λειτουργία ξεκινά πολύ πρωί τα χαράματα, και το χειμώνα φτάνεις πάντα νύχτα. Ανεβαίνοντας τις περισσότερες φορές το κάνεις σιωπηλά, σα να προετοιμάζεσαι ασυνείδητα για την εμπειρία που θα επακολουθήσει. Μέσα στο μοναστήρι δεν ακούγεται τίποτα, παρά μόνο τα βήματα και ο ρυθμός της βαριάς ανάσας από την προσπάθεια να ανέβεις τα σκαλιά. Μπαίνοντας στο καθολικό της μονής δεν υπάρχει πολύ φως παρά μόνο κεριά και τα καντήλια μπροστά από το ιερό και μια μικρή λάμπα στο ψαλτήρι. Το αχνό φως, οι ψαλμωδίες, οι γεμάτες κατάνυξη μορφές, όλα γύρο μοιάζουν σαν ο χρόνος να σταμάτησε αιώνες πριν. Σηκώνοντας το βλέμμα το πρώτο που αντικρίζεις είναι οι αχνές μορφές όλων των Αγίων πάνω στους τοίχους να σε κοιτούν με μια γλυκιά αυστηρότητα, ίδια με αυτήν που εκπέμπει η βαθιά πατρική αγάπη. Οι προσκυνητές φτάνουν, κι ένας-ένας προχωρούν για να φιλήσουν τις εικόνες και τα ιερά λείψανα τοποθετημένα μπροστά από το ιερό. Και καθώς διασχίζουν το κέντρο του ναού μέσα στο χαμηλόφως από πάνω τους στέκει ο πάντα επιβλητικός θόλος αιωρούμενος μεταξύ ουρανού και γης. Και στο κέντρο του, στο υψηλότερο σημείο της εκκλησίας δεσπόζει η μορφή του Κυρίου.
Ο Υιός Του Θεού, το κέντρο του σύμπαντος για όλους τους χριστιανούς και η υψηλότερη κορυφή που οι ασκητές των Μετεώρων θέλησαν να αγγίξουν, να ονομαστούν κι αυτοί παιδιά του Θεού. Τα λεπτά κυλούν, οι ώρες τρέχουν κι η ανατολή στέλνει τις πρώτες γλυκές ακτίνες του ήλιου να περάσουν μέσα από τις κόγχες φωτίζοντας τα πρόσωπα και το ναό μέσα από το ιερό. Ξημερώνει ξανά Κυριακή στα Μετέωρα, και όσοι βρίσκονται τώρα πάνω στις κορυφές των βράχων προσεύχονται και δέονται υπέρ όλων των ανθρώπων. Τι κι αν ο χρόνος περάσει κι οι πέτρες λυγίσουν. Τι κι αν τούτη η γη κι ο ουρανός κάποια στιγμή παρέλθουν, τα Μετέωρα δεν θα χαθούν ποτέ. Θα υπάρχουν για πάντα μέσα στους θείους Λόγους που καθοδήγησαν με ασφάλεια τις ανθρώπινες ψυχές να ανέλθουν πανύψηλες πνευματικές κορυφές. Κι αυτοί οι Λόγοι δεν θα παρέλθουν ποτέ!
Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο checkin.trivago.gr.